- ψευτοπροφήτης
- ο, θηλ. ψευτοπροφήτισσα, Νάτομο που προφητεύει ψευτιές ή που παριστάνει τον προφήτη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψεύτης + προφήτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψευδοπροφήτης — ὁ, ΜΑ,και τ. θηλ. ψευδοπροφήτις, ήτιδος, Μ ψευτοπροφήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + προφήτης] … Dictionary of Greek
ψευδόμαντις — άντεως, τ. γεν. θηλ. ιδος, ὁ, ἡ, ΜΑ άτομο που παρουσιάζεται ως μάντης, που ισχυρίζεται ότι τάχα προβλέπει το μέλλον, ψευτοπροφήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + μάντις] … Dictionary of Greek
ψευτοπροφητεία — η Ν [ψευτοπροφήτης] αναληθής προφητεία … Dictionary of Greek